Απόσπασμα από τη διδακτορική μου διατριβή, Κεφάλαιο 15. Μορφολογικά και Οργανολογικά, 15.1. Μορφολογικά, σελ. 566.
Πολύ λίγες
πληροφορίες περί της μορφολογίας των συνθέσεων του εξωτερικού μέλους μάς
παρέχουν τα έντυπα ελληνικά συγγράμματα. Από όλους τους συγγραφείς, μόνον ο
Κηλτζανίδης αφιερώνει μία σελίδα της Μεθοδικής Διδασκαλίας για να μας μεταφέρει, όπως ο ίδιος λέει, όσα παραδίδει ο Καντεμήρις, εξ ου
και τα εισαγωγικά στο σχετικό κείμενό του:
Σε αυτό το μικρό
κείμενο, ο Κηλτζανίδης αναφέρεται μόνο σε δύο φόρμες, αυτήν του πεσρέφ και αυτήν του μπεστέ. Το πεσρέφ, όπως γνωρίζουμε από την προφορική παράδοση που έχει ως τις
μέρες μας επιβιώσει, αλλά και από τις μουσικές εκδόσεις ρεπερτορίου, είναι μια οργανική φόρμα, ενώ ο μπεστές τραγουδιστική μακροσκελής φόρμα
με οργανική συνοδεία. Τόσο το πεσρέφ όσο και ο μπεστές είναι μέρη της φόρμας
φασίλ που απαρτίζεται από α) εισαγωγικό αυτοσχεδιασμό «ταξίμι», β) πεσρέφ, γ) κιαρ
ή κιαρί: έντεχνη καλοφωνία, που στην μεταβυζαντινή ορολογία αποδίδεται ως
«μάθημα», δ) μπεστέ, ε) αγήρ σεμάι, στ) γαζέλ: φωνητικό αυτοσχεδιασμό
σολιστικό, ή με την υπόκρουση κάποιου οργάνου, ή σε διάλογο με κάποιο όργανο,
ζ) σαρκί, τραγούδι λαϊκής προέλευσης,
και η) σαζ σεμάι: οργανικούς χορούς.
Η λέξη πεσρέφ
είναι περσική, σύνθετη από το pīš που σημαίνει «προ», «εμπρός», και από το rev που σημαίνει «αυτός που πάει», οπότε η
σημασία της συνολικά είναι «προηγούμενο – αυτό που προηγείται», το προοίμιο, με
δυτική μουσική ορολογία το preludio.
Τόσο τα
πεσρέφια, όσο και οι μπεστέδες, έλκουν την φόρμα τους από απλές ποιητικές
φόρμες. Απαρτίζονται από μέρη, τα οποία στην γενική ορολογία της ποίησης
ονομάζουμε στροφές, και εδώ ειδικά
ονομάζονται χανέδες ή οίκοι.
Ο όρος οίκος, που αναφέρεται στο παρατεθέν
κείμενο του Κηλτζανίδη, είναι μουσικοποιητικός όρος που προέρχεται από την
μορφή του κοντακίου. Το κοντάκιο
είναι μια μακροσκελής ποιητική και μουσική φόρμα στροφική, της μορφής Α, Α1,
Α2, Α3…..Α24. Το Α, το οποίο ονομάζεται προοίμιον
ή και –καταχρηστικώς– κοντάκιον, είναι η
πρώτη στροφή και συνάμα το πρότυπο όλων των υπολοίπων στροφών, πρότυπο μετρικό,
αλλά και μελωδικό. Οι υπόλοιπες στροφές ονομάζονται οίκοι του κοντακίου, ή απλώς οίκοι
και μιμούνται μετρικά αλλά και μελωδικά το προοίμιον.
Οι οίκοι είναι απεριόριστοι τον αριθμό, ωστόσο ο πιο συχνός αριθμός του πλήθους
τους σε μία ποιητική σύνθεση είναι ο 24. Στις περισσότερες περιπτώσεις κοντακίων,
μετά από κάθε οίκο ενός κοντακίου, ακολουθεί ένα μονόστιχο ή εν πάση περιπτώσει
ολιγόστιχο εύκολο στην απομνημόνευση προσάρτημα, κοινό για όλους τους οίκους του,
το οποίο ονομάζεται εφύμνιον. Οπότε,
στην περίπτωση η μορφή γίνεται:
Α-ε, Α1-ε, Α2-ε,
Α3, Α4-ε …… Α24-ε.
Το εφύμνιον, πέρα από το ότι νοηματικά
λειτουργεί ως μια έξυπνα φτιαγμένη κατακλείδα, μουσικά αποτελεί ένα είδος
καταληκτικής μελωδικής φράσης, της οποίας η λειτουργία είναι όχι μόνον να
παραμείνει στην μνήμη του εκκλησιάσματος, αλλά επιπλέον να το κεντρίσει, ούτως
ώστε να συμμετάσχει συμψάλλοντάς την με τους ψάλτες.
Στα πεσρέφια ο όρος
χανές = οίκος διατηρεί από την
ποιητική καταγωγή του την έννοια της ρυθμικής κατασκευής η οποία αποτελεί ένα
πρότυπο. Η πρότυπη ρυθμική κατασκευή βασίζεται σε κάποιο ουσούλι (ρυθμικό κύκλο), το οποίο την
απαρτίζει επαναλαμβανόμενο 1, 2, 4, 8, 16 φορές, αναλόγως βεβαίως και του
μήκους του, διότι ένα εκτεταμένο ουσούλι όπως το Δαρπί Φετίχ που είναι 88σημο, αρκεί από μόνο του για να αποτελέσει έναν
οίκο. Οι οίκοι των πεσρεφιών ακολουθούν μετρικά αυτήν την πρότυπη ρυθμική
κατασκευή, αλλά κάθε οίκος χτίζει πάνω σε αυτή τη ρυθμική κατασκευή μια
διαφορετική μελωδία, και αυτή είναι μία πρώτη ουσιώδης διαφοροποίηση από το
κοντάκιο, του οποίου όλοι οι οίκοι έχουν την ίδια μελωδία. Βεβαίως, δεν αποκλείεται καθόλου, ως
μετεξέλιξη, οι οίκοι ενός κοντακίου διατηρώντας την κοινή κατά το προοίμιο
μετρική, να διαφοροποιούνταν μελωδικά, διατηρώντας απαρασάλευτο μελωδικά μόνον
το εφύμνιο.
Ο Καντεμήρις
κατά τον Κηλτζανίδη μάς παραδίδει τους εξής όρους:
1. Χανές: οίκος
2. Σερ: ο Κηλτζανίδης τον αποδίδει ως
«πρώτος», ωστόσο αξίζει να σημειώσουμε ότι στα λόγια οθωμανικά ή αραβοπερσικά,
ο όρος σημαίνει «κεφαλή» και επί της στρατιωτικής ιεραρχίας «επικεφαλής».
3. Μιουλαζιμές (εκ του μουλαζίμ): επίσης
αραβοπερσική λέξη που σημαίνει επί της στρατιωτικής ιεραρχίας τον «ακόλουθο» τον χαμηλής ιεραρχίας αξιωματικό,
τον δόκιμο. Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε μια μακρινή αναλογία των όρων σερ και
μουλαζιμές με τους δυτικούς μουσικούς όρους της Αντίστιξης dux
και comes, (δούκας και κόμης). Ο Μιουλαζιμές, είναι λοιπόν ένα είδος επωδού,
που ακολουθεί κάθε έναν από τους 3 Οίκους.
4. Ορτά: μεσαίος
5. Σον: τελευταίος
6. Ζίγιλ: πρόσθετο, προσάρτημα.
7. Πεσχανελήδικα: ονομάζονται έτσι τα
πεσρέφια των οποίων του Σον χανέ προηγείται ένα ακόμη μέρος, το Ζίγιλ. Ο O.Write ωστόσο, μέσα από την
μελέτη των μουσικών κειμένων του Καντεμήρι, συνδέει το ζίγιλ, κατά την σημασία
του ως «προσάρτημα», με κάθε χανέ ενός πεσρεφιού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κάθε
χανές των πεσχανελήδικων πεσρεφιών ολοκληρώνεται με ένα ζίγιλ, όπως παρομοίως
κάποιων κοντακίων κάθε οίκος τους ολοκληρώνεται με το εφύμνιο. Δεδομένου ότι
κάθε χανές αναλαμβάνει μελωδικά μία περιοχή της όλης έκτασης ενός
Μακαμιού-τρόπου, γενικώς ισχύει ότι ο Σερ Χανές κινείται στην χαμηλή περιοχή
ενός Μακάμ, ο Ορτά στην μεσαία και ο Σον στην υψηλή. Το Ζίγιλ, όπως προκύπτει
από την παράδοση των μουσικών κειμένων του Καντεμήρι, μελοποιείται στην χαμηλή περιοχή, οπότε για να
μπορεί να προσαρτηθεί και στους τρεις χανέδες ενός πεσρεφιού, ουσιαστικά
στρέφει καταληκτικά την μελωδία κάθε χανέ προς την χαμηλή περιοχή του Μακάμ. Μας
είναι ήδη γνωστό ότι ο όρος «πες» που σημαίνει χαμηλός, ως μουσικός όρος
συνδέεται με τους φθόγγους της χαμηλής περιοχής, πχ πες χιτζάζ, πες σεμπά, άρα
και με όλη την χαμηλή περιοχή. Τα πεσχανελήδικα πεσρέφια λοιπόν, είναι αυτά τα
οποία ολοκληρώνουν κάθε οίκο τους επιστρέφοντας στην χαμηλή περιοχή.
8. Σερ χανεσί μιουλαζιμέ: ο όρος αυτονόητα
σημαίνει «αυτά τα πεσρέφια στα οποία ο
Σερ Χανές γίνεται και ακόλουθος» δηλαδή, αυτά που ολοκληρώνονται με μία
υπενθυμητικού χαρακτήρα επανάληψη του Σερ Χανέ, όπως ακριβώς και άρχισαν.
Οι 8 παραπάνω όροι, όπως ξεκαθαρίζει ο
Κηλτζανίδης προέρχονται από τον Καντεμήρι. Περί των όρων «χανές», «μιουλαζιμές» και «ζίγιλ»
παρόμοια αποφαίνεται και ο Owen
Write, στο Part I, του DEMETRIUS
CANTEMIR, The Collection
Of Notation, (d) forme,
σελίδες xxi και xxii, χωρίς να τους
αναλογεί με την φόρμα του κοντακίου.
Ο Κηλτζανίδης,
επίσης αναφέρεται στην σύγχρονή του ορολογία για τους οίκους, η οποία
συντηρείται από τους Τούρκους έως και σήμερα. Κατ’ αυτή:
1. Μπιρινδζί: πρώτος (από το τουρκικό
αριθμητικό «bir
= ένα»
2. Ικινδζί: δεύτερος (από το τουρκικό
αριθμητικό «iki
= δύο»
3. Μιαν: οξύς, αυτός που κινείται στην
υψηλή περιοχή ενός Μακάμ.
4. Σον: ο τελευταίος, όπως ήδη είδαμε.
Στην νεώτερη
μουσική ορολογία της τουρκικής μουσικής, ο όρος μιουλαζιμές έχει υποκατασταθεί από τον αραβικής προέλευσης όρο
τεσλίμ που σημαίνει «ενδιάμεσος», και ως μουσικός όρος την επωδό, το ρεφρέν.
Σύμφωνα με τα
παραπάνω έχουμε τις εξής μορφές πεσρεφιών:
1η μορφή:
Σερ Χανές – Μιουλαζιμές – Ορτά Χανές – Μιουλαζιμές – Σον Χανές – Μιουλαζιμές, ή
συνοπτικά: Χ1 – Μ – Χ2 – Μ – Χ3 – Μ.
2η μορφή,
Πεσχανελήδικα: [Σερ Χανές +
ζίγιλ] -
Μιουλαζιμές – [Ορτά Χανές + ζίγιλ] – Μιουλαζιμές – [Σον Χανές + ζίγιλ] –
Μιουλαζιμές, ή συνοπτικά: [Χ1+ζ] – Μ – [Χ2+ζ] – Μ – [Χ3+ζ] – Μ.
Στις δύο αυτές
μορφές εάν προστεθεί στο τέλος τους ο Σερ
Χανές τότε γίνονται Σερ Χανεσί
Μιουλαζιμέ, οπότε έχουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο συνολικά 4 μορφές πεσρεφιών,
τις οποίες μιμούνται και οι μορφές των μπεστέδων, δηλαδή των μεγάλων
τραγουδιών. Αυτές οι φόρμες συνδέονται με την εποχή του Καντεμήρι ή και αρκετά
μετά. Πάντως, τα περισσότερα περσέφια του νεότερου ρεπερτορίου (μέσα 19ου-20ος
αιώνας) απαρτίζονται από 4 οίκους κάθε έναν τους ακολουθούμενο από το τεσλίμ,
συνοπτικά: Χ1 – Τ – Χ2 – Τ – Χ3 – Τ – Χ4 – Τ.
Αναλυτικά:
Μπιρινδζί Χανές
– Τεσλίμ – Ικινδζί Χανές – Τεσλίμ – Μιαν Χανές – Τεσλίμ – Σον Χανές Τεσλίμ.
Στα περισσότερα
πεσρέφια και μπεστέδες, οι χανέδες και ο μιουλαζιμές είναι ισόρρυθμοι,
απαρτίζονται από τον ίδιο αριθμό μέτρων. Επίσης, είναι σύνηθες ο κάθε χανές
αλλά και ο μιουλαζιμές κάθε φορά να επαναλαμβάνονται, να παίζονται δύο φορές.
Ελάχιστα
μορφολογικά παραδίδει και ο Κυριαζίδης στον ΡΥΘΜΟΓΡΑΦΟ,
σελ. 36 Περί των εν τη Αραβική Μουσική
Μακαμίων και Ρυθμού:
α) Παρόλο που
ορισμένα ουσούλια είναι ισόρρυθμα μεταξύ των, όπως πχ. ο Μουχαμμές και το Φερίγ, ή
το Περεβσάν, δεν είναι δυνατόν το ένα
να υποκαταστήσει το άλλο ως ρυθμική βάση:
β) Οι [Μ]πεστέδες, οι οποίοι είναι μεγάλης
έκτασης τραγούδια, βασίζονται σε ρυθμικούς κύκλους: αυτή είναι η σημασία της
έκφρασης «εκτελούνται ερρύθμως». Ενώ τα Σαρκιά,
τα λαϊκά ανατολίτικα τραγούδια, βασίζονται σε απλούστατα μέτρα, κυρίως σε
ουσούλ Σοφιάν – αυτή είναι και η
σημασία της φράσης «εκτελούνται εγχρόνως»,
διότι το απλό μέτρο επιτελεί αυτόν τον σκοπό, όχι να διαρρυθμίζει αλλά να
κρατάει τον χρόνο, ώστε η μουσική να είναι έγχρονη:
Στα παραπάνω θα
πρέπει να προσθέσω λίγα λόγια για τα σεμαΐ των οποίων η φόρμα είναι παρόμοια με
των πεσρέφ, αλλά παρότι γίνεται αναφορά σε αυτά, δεν παραδίδεται η φόρμα τους
από τους Έλληνες συγγραφείς. Τα σεμαΐ[α]
απαρτίζονται επίσης από τρεις χανέδες και έναν μιουλαζιμέ. Μελοποιούνται πάντα
σε 10σημο ρυθμό Ακσάκ Σεμαΐ. Μετά το
μιουλαζιμέ που ακολουθεί τον τελευταίο χανέ, η φόρμα συμπληρώνεται με ένα ή δύο
μικρά μέρη μελοποιημένα στους 6σήμους
γιουρούκ, ή αγήρ σεμαΐ, και τέλος ολοκληρώνεται με τον μιουλαζιμέ :
(10/8) : Χ1-Μ-Χ2-Μ-Χ3-Μ- : (6/8) Β-[Γ] – (10/8) Μ. Και εδώ μπορεί να γίνει χρήση
του ζίγιλ, όπως επίσης κάθε μέρος να
παίζεται δύο φορές. Τα παραπάνω προκύπτουν από την γραπτή παράδοση των μουσικών
κειμένων του Καντεμήρι, αλλά και από νεώτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου